Εκεί που φαίνεται πως τα πράγματα δεν μπορούν να γίνουν χειρότερα, χειροτερεύουν κι άλλο. Ακόμη και κάποια από τα υποτιθέμενα «υπεύθυνα» μέλη της Ευρωζώνης βλέπουν τις αποδόσεις των ομολόγων τους να αυξάνονται.
![]() |
Ο κ. Τζόζεφ Στίγκλιτς. |
Πλέον, οι οικονομολόγοι και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού δεν συζητούν μόνο για το εάν θα επιβιώσει η Ευρωζώνη, αλλά για το πώς οι επιπτώσεις από τη διάλυσή της θα επιφέρουν τους μικρότερους δυνατούς κλυδωνισμούς.
Γίνεται ολοένα πιο σαφές ότι οι πολιτικοί ηγέτες της Ευρώπης, όσο αποφασισμένοι και αν δηλώνουν για τη διάσωση της Ευρωζώνης, δεν αντιλαμβάνονται τι πρέπει να κάνουν για να λειτουργήσει η νομισματική ένωση.
Η άποψη που επικρατούσε όταν συστάθηκε το ευρώ [EUR=X]
ήταν ότι το μόνο που χρειάζεται είναι δημοσιονομική πειθαρχία: καμία χώρα δεν θα πρέπει να έχει πολύ υψηλό δημοσιονομικό έλλειμμα ή δημόσιο χρέος ως προς το ΑΕΠ. Πριν από την κρίση, η Ιρλανδία και η Ισπανία παρουσίαζαν δημοσιονομικά πλεονάσματα και χαμηλά επίπεδα χρέους, αλλά σε μικρό διάστημα τα πλεονάσματα έγιναν ελλείμματα και το δημόσιο χρέος αυξήθηκε δραματικά. Πλέον οι Ευρωπαίοι ηγέτες θεωρούν ότι τα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών είναι αυτά που πρέπει να παρακολουθούνται.

Υπ' αυτή την έννοια, είναι περίεργο που, καθώς η κρίση κλιμακώνεται, οι επενδυτές αναζητούν καταφύγιο στις Ηνωμένες Πολιτείες, παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια παρουσιάζουν τεράστιο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών.
![]() |
Μπορεί η τακτική των Ευρωπαίων ηγετών να βγάζουν λόγους για τις ευθύνες προηγούμενων κυβερνήσεων να τέρπει τους ηθικολόγους, αλλά δεν δίνει λύση στα προβλήματα της Ευρώπης, ούτε πρόκειται να σώσει το ευρώ. |
Πώς, λοιπόν, θα κάνει η Ευρωπαϊκή Ενωση το διαχωρισμό ανάμεσα στα «καλά» ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών -που δημιουργούνται όταν μια κυβέρνηση εξασφαλίζει ευνοϊκό κλίμα για τις επιχειρήσεις και δημιουργεί εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων- και τα «κακά» ελλείμματα; Η αποτροπή των κακών ελλειμμάτων προϋποθέτει πολύ μεγαλύτερη παρεμβατικότητα στον ιδιωτικό τομέα απ' αυτή που προβλέπουν τα νεοφιλελεύθερα δόγματα και οι ιδεολογίες της ενιαίας αγοράς που κυριαρχούν στην Ευρωζώνη.
Στην Ισπανία, για παράδειγμα, έρεαν στον ιδιωτικό τομέα άφθονα χρήματα από τις ιδιωτικές τράπεζες. Θα έπρεπε αυτή η παράλογη αφθονία να ωθήσει την κυβέρνηση να περικόψει, θέλοντας και μη, τις δημόσιες επενδύσεις; Δηλαδή η κυβέρνηση θα πρέπει να αποφασίζει ποιες κεφαλαιακές ροές -οι επενδύσεις σε ακίνητα, για παράδειγμα- είναι κακές και αναλόγως να τις φορολογεί ή να τις περιορίζει με άλλον τρόπο; Κατά τη γνώμη μου, κάτι τέτοιο έχει λογική, αλλά αυτού του είδους οι πολιτικές αποτελούν ταμπού για τους υποστηρικτές της ελεύθερης αγοράς στην Ε.Ε.
Για να βρούμε μια ξεκάθαρη, απλή απάντηση, ας θυμηθούμε τις συζητήσεις που ανοίγουν κατά καιρούς έπειτα από κάθε χρηματοοικονομική κρίση που ξεσπά ανά τον κόσμο. Για κάθε κρίση δίνεται μια εξήγηση, η οποία διαψεύδεται ή αποδεικνύεται ανεπαρκής στην επόμενη κρίση. Η κρίση της Λατινικής Αμερικής στη δεκαετία του 1980 αποδόθηκε στον υπέρμετρο δανεισμό. Αυτή η εξήγηση, όμως, δεν ισχύει για την κρίση του 1994 στο Μεξικό, υπεύθυνη για την οποία θεωρήθηκε η ανεπαρκής αποταμίευση.
Επειτα ήρθε η σειρά της Ανατολικής Ασίας, όπου παρατηρούνται υψηλά ποσοστά αποταμίευσης, οπότε η κρίση αποδόθηκε στη «διακυβέρνηση». Και αυτή η εξήγηση, όμως, δεν βγάζει πολύ νόημα, δεδομένου ότι οι σκανδιναβικές χώρες -όπου η διακυβέρνηση είναι η πλέον διαφανής παγκοσμίως- είχαν περάσει αντίστοιχη κρίση λίγα χρόνια νωρίτερα.
Υπάρχει, ωστόσο, ένα νήμα που συνδέει όλες αυτές τις περιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένης της κρίσης του 2008: η κακή λειτουργία του χρηματοοικονομικού τομέα, ο οποίος δεν κατόρθωσε να αξιολογήσει σωστά την πιστοληπτική ικανότητα και να διαχειριστεί τους κινδύνους όπως όφειλε.
Τα προβλήματα αυτά θα υπάρχουν είτε υπάρχει Ευρωζώνη είτε όχι. Λόγω της Ευρωζώνης, όμως, οι κυβερνήσεις δυσκολεύτηκαν ιδιαίτερα να ανταποκριθούν. Και το πρόβλημα δεν είναι μόνο ότι η νομισματική ένωση καταργεί δύο βασικά εργαλεία της δημοσιονομικής προσαρμογής -τα επιτόκια και τις συναλλαγματικές ισοτιμίες- αλλά και ότι δεν τα υποκαθιστά με κάτι άλλο.
Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα παραμένει προσηλωμένη στη συγκράτηση του πληθωρισμού, τη στιγμή που τα μεγαλύτερα σημερινά προβλήματα είναι η ανεργία, η ανάπτυξη και η χρηματοοικονομική σταθερότητα. Ελλείψει κοινής δημοσιονομικής αρχής, η ενιαία αγορά άνοιξε το δρόμο για φορολογικό ανταγωνισμό -μια εξαντλητική κούρσα για την προσέλκυση επενδύσεων και εκτίναξη της παραγωγής που μπορούσε να διατίθεται ελεύθερα σε όλη την ΕΕ.
Επιπλέον, ελεύθερη διακίνηση της εργασίας σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι μπορούν να επιλέξουν εάν θέλουν να πληρώσουν τα χρέη που δημιούργησαν οι γονείς τους. Οι νεαροί Ιρλανδοί, για παράδειγμα, μπορούν να εγκαταλείψουν τη χώρα και έτσι να μην πληρώσουν τα βάρη που κακώς δημιούργησε η κυβέρνηση για να διασώσει τις τράπεζες. Φυσικά, η μετανάστευση θεωρείται θετική, καθώς συνεπάγεται αναδιανομή του εργατικού δυναμικού εκεί όπου οι απολαβές είναι υψηλότερες. Συνήθως, όμως, αυτού του είδους η μετανάστευση υπονομεύει την παραγωγικότητα.
Η μετανάστευση, βέβαια, είναι ένα από τα συστατικά του μηχανισμού προσαρμογής που εγγυάται την επιτυχία των ΗΠΑ ως ενιαία αγορά με ενιαίο νόμισμα. Ακόμη πιο σημαντικός, όμως, είναι ο ρόλος της ομοσπονδιακής κυβέρνησης στη στήριξη των πολιτειών. Στις πολιτείες που παρατηρείται υψηλή ανεργία, για παράδειγμα, η κυβέρνηση κατανέμει υψηλότερο ποσοστό των φορολογικών εσόδων. Πρόκειται για τη λεγόμενη «ένωση μεταβίβασης πόρων» (transfer union), την οποία οι Γερμανοί τόσο πολύ απεχθάνονται.
Οι ΗΠΑ, όμως, είναι επίσης διατεθειμένες να δεχθούν τη μαζική φυγή του πληθυσμού από τις πολιτείες που δεν είναι ανταγωνιστικές.
(Σύμφωνα με κάποιους, αυτό σημαίνει ότι οι αμερικανικές εταιρείες θα μπορούν να αγοράζουν γερουσιαστές από τις εν λόγω πολιτείες φθηνότερα). Είναι, όμως, διατεθειμένα και τα ευρωπαϊκά κράτη με χαμηλότερη παραγωγικότητα να δουν τον πληθυσμό να εγκαταλείπει τη χώρα; Σε αντίθετη περίπτωση, είναι διατεθειμένες να υποστούν τις οδυνηρές συνέπειες της «εσωτερικής» υποβάθμισης, μιας διαδικασίας που απέτυχε στο πλαίσιο του χρυσού κανόνα και αποτυγχάνει μέχρι στιγμής και στην Ευρωζώνη;
Ακόμη και εάν έχουν δίκιο τα κράτη της Βόρειας Ευρώπης που υποστηρίζουν ότι η Ευρωζώνη μπορεί να πετύχει εάν επιβληθεί δημοσιονομική πειθαρχία στα υπόλοιπα κράτη-μέλη (αν και κατά τη γνώμη μου σφάλουν), ζουν την αυταπάτη ενός παιχνιδιού ηθικής.
Είναι εύκολο να κατηγορούν τους νότιους εταίρους τους για δημοσιονομική ασωτία -ή, στην περίπτωση της Ισπανίας και της Ιρλανδίας, για ανεξέλεγκτη λειτουργία των ελεύθερων αγορών χωρίς πρόβλεψη των συνεπειών. Με αυτό τον τρόπο, όμως, δεν δίνουν λύση στο σημερινό πρόβλημα -ότι δηλαδή τα υπέρογκα χρέη που οφείλονται σε κακούς υπολογισμούς είτε του ιδιωτικού τομέα είτε του δημόσιου, πρέπει να αντιμετωπιστούν στο πλαίσιο της ευρωζώνης.
Οι περικοπές στο δημόσιο τομέα σήμερα δεν λύνουν το πρόβλημα της ασωτίας του παρελθόντος. Το μόνο που κάνουν είναι να ωθούν τις κυβερνήσεις σε ακόμη βαθύτερη ύφεση. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες το γνωρίζουν αυτό, όπως επίσης γνωρίζουν ότι αυτό που χρειάζεται είναι ανάπτυξη. Αντί, όμως, να αντιμετωπίσουν τα σημερινά προβλήματα και να βρουν μια συνταγή ανάπτυξης, προτιμούν να βγάζουν λόγους για το τι θα έπρεπε να έχουν κάνει οι προηγούμενες κυβερνήσεις.
Μπορεί αυτή η τακτική να τέρπει τους ηθικολόγους, αλλά δεν δίνει λύση στα προβλήματα της Ευρώπης, ούτε πρόκειται να σώσει το ευρώ.
ΤΖΟΖΕΦ ΣΤΙΓΚΛΙΤΣ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και έχει βραβευτεί με βραβείο Νόμπελ στα Οικονομικά. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο του με τίτλο «Freefall: Free Markets and the Sinking of the Global Economy».
Copyright: Project Syndicate, 2011